Αλεξάνδρα Μήλα, Απόφοιτη ΑΠΘ. Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού

 

Τα προγράμματα σωματικής δραστηριότητας και αποκατάστασης μέσω κινησιοθεραπείας, τα οποία έχουν εφαρμοστεί σε παιδιά και εφήβους που νοσούν ή νόσησαν από λευχαιμία ή λέμφωμα, φαίνεται ότι μπορούν να επιφέρουν ευεργετικά αποτελέσματα στην ποιότητα της ζωής τους.

Σχετικές έρευνες αποδεικνύουν τη θετική επίδραση της άσκησης ως θεραπευτικής προσέγγισης –επικουρικά προς τη φαρμακευτική αγωγή– στην εξέλιξη της νόσου του καρκίνου, αλλά και στις συνέπειες που επιφέρει η αντινεοπλασματική θεραπεία. Τα αποτελέσματα των σχετικών μελετών επιβεβαιώνουν την ασφάλεια της άσκησης, ως συμπληρωματικό θεραπευτικό μέσο και την απουσία αρνητικών επιδράσεων. Ειδικότερα σε ασθενείς παιδικής και εφηβικής ηλικίας με αιματολογικούς καρκίνους ή λέμφωμα, η άσκηση στη διάρκεια της θεραπείας δεν αύξησε τον κίνδυνο θνησιμότητας, υποτροπής ή ανεπιθύμητων ενεργειών σε κανένα από τα πρωτόκολλα που εφαρμόστηκαν.

Η άσκηση και ο δραστήριος τρόπος ζωής αποτελεί γενική σύσταση για όλο τον πληθυσμό, ανεξαρτήτως ηλικίας. Ειδικά για τα παιδιά, η ενασχόληση με ολοένα και περισσότερες καθιστικές δραστηριότητες (π.χ. τηλεόραση, υπολογιστές, ηλεκτρονικά παιχνίδια) με παράλληλη κατανάλωση πλούσιων σε θερμίδες σνακ, έχει ως αποτέλεσμα να περιορίζεται στο ελάχιστο η φυσική τους δραστηριότητα και να οδηγούνται σε παχυσαρκία.

Το ευεργετικό παιχνίδι

Το παιχνίδι ως μέσο στην κλινική πράξη μπορεί να ενισχύσει την κοινωνική επαφή και να μειώσει το άγχος και την κατάθλιψη, περιορίζοντας έτσι την ψυχοπαθολογία και την επακόλουθη κόπωση που συχνά αναφέρουν τα παιδιά με καρκίνο. Το παιχνίδι είναι η δραστηριότητα μέσα από την οποία τα παιδιά καλύπτουν όλες τις αναπτυξιακές τους ανάγκες. Μάλιστα η απουσία του παιχνιδιού από τη ζωή ενός παιδιού, θα μπορούσε να συνδεθεί με φτωχές κινητικές δεξιότητες, μειωμένη ικανότητα διαχείρισης στρεσογόνων ή τραυματικών καταστάσεων και μειωμένες κοινωνικές δεξιότητες, οι οποίες είναι πιθανό να οδηγήσουν σε δυσκολίες στη διαχείριση κοινωνικών καταστάσεων.

Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, τη παιγνιώδη μορφή δομημένης άσκησης, παιδιά και έφηβοι θα βοηθηθούν να αντιμετωπίσουν την ασθένεια, τη θεραπεία και τη νοσηλεία τους. Δεδομένου ότι, η περίοδος της νοσηλείας μεταβάλλει τη ρουτίνα ενός παιδιού, η ενσωμάτωση της παιγνιώδους μορφής κινησιοθεραπείας στα πρώιμα στάδια της θεραπείας και η δομημένη άσκηση στη διάρκεια της θεραπείας και μετά το τέλος αυτής, μπορούν να βοηθήσουν το παιδί να ενταχθεί πιο ομαλά στη ζωή του έξω από το νοσοκομείο. Με τον τρόπο αυτό, γίνεται ευκολότερη η προσαρμογή στην παρατεταμένη νοσηλεία, αλλά και στην επιστροφή στην καθημερινή ζωή, αμέσως μετά τη θεραπεία.

Ενίσχυση του οργανισμού

Η αλλαγή της σωματικής σύνθεσης και η μειωμένη ευαισθησία στην ινσουλίνη στους επιβιώσαντες από καρκίνο μπορεί να συμβάλει σημαντικά στη μείωση του κινδύνου πρόωρης καρδιαγγειακής νοσηρότητας και θνησιμότητας. Η δομημένη άσκηση μπορεί να ανακουφίσει την ενδοθηλιακή δυσλειτουργία σε επιβιώσαντες του καρκίνου και να αποτρέψει πιθανώς την πρόκληση ζημίας από τη χημειοθεραπεία. Γι’ αυτό η αερόβια άσκηση έχει διερευνηθεί ως πιθανή προληπτική στρατηγική για τη μείωση των καρδιοτοξικών επιδράσεων σε άτομα που νοσούν ή νόσησαν.

Η αύξηση των πρωτεϊνών θερμικής καταπληξίας μέσω αναερόβιας άσκησης αποτελεί, επίσης, μηχανισμό μείωσης της γνωστικής εξασθένησης στη διάρκεια της χημειοθεραπείας, με την προστασία των κυττάρων του εγκεφάλου. Πρόκειται για πρωτεΐνες με κυτταροπροστατευτικές λειτουργίες, που δύναται να αυξάνονται αισθητά μετά από μια περίοδο άσκησης. Εξίσου θετική δράση έχει η άσκηση στην αύξηση των επιπέδων ενός νευροτροφικού παράγοντα (BDNF), που σχετίζεται με τη μνήμη και τη μάθηση, τα μειωμένα επίπεδα του οποίου συνδέονται με την ενεργό νόσο και την κατάθλιψη που έπεται αυτής.

Η μυϊκή αδυναμία και η μειωμένη οστική πυκνότητα σε παιδιά και εφήβους φαίνεται να επιμένουν ήδη στην αρχή της αντικαρκινικής θεραπείας. Αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη λήψης μέτρων αντιμετώπισης, όπως μέσω προγραμμάτων άσκησης, τα οποία πρέπει να αρχίζουν το συντομότερο δυνατόν μετά την έναρξη της αντινεοπλασματικής θεραπείας. Η νόσος προκαλεί σοβαρό εκφυλισμό των αρθρώσεων και γενική αποδυνάμωση των οστών, ενώ οι μύες των κάτω άκρων φαίνεται να επηρεάζονται περισσότερο από τους μύες των άνω άκρων. Μέσω της άσκησης βελτιώνεται η δύναμη, η μυϊκη αντοχή και μπορεί να βελτιωθεί η σαρκοπενία που προκύπτει από τη νόσο και την ακινησία που μεσολαβεί κατά την παραμονή στο νοσοκομείο.

Η βελτίωση της δύναμης και η μυική υπερτροφία ρυθμίζουν την έκκριση αυξητικής ορμόνης, η οποία επηρεάζεται απο τη διαδικασία των θεραπειών και από την ίδια τη νόσο. Από την άσκηση προκύπτει ακόμα έκκριση ορμονών που ρυθμίζουν τη χαρούμενη διάθεση και επηρεάζουν τη διαδικασία μείωσης του πόνου.

Ο ύπνος επηρεάζεται αρνητικά απο τη νόσο και τη θεραπεία, δημιουργώντας έναν «φαύλο κύκλο» στη ρύθμιση ορμονών, που επηρεάζονται από τον κιρκάδιο κύκλο. Με την άσκηση αποκαθίσταται αυτός ο «φαύλος κύκλος» και έτσι μπορεί να προωθηθεί η απώλεια ή η ρύθμιση σωστού σωματικού βάρους.

Πιλοτικό Πρόγραμμα Άσκησης

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω, εφαρμόζεται πιλοτικό πρόγραμμα άσκησης που λειτουργεί ήδη επιτυχώς, υπό την αιγίδα της Μονάδας Ογκολογίας Αιματολογίας (ΠΟΑιΜ) της Α’ Παιδιατρικής Κλινικής ΕΚΠΑ  του Νοσοκομείου Παιδων « Η Αγία Σοφία», του Ειδικού κέντρου Εφηβικής Ιατρικής (Ε.Κ.Ε.Ι.) και του Εργαστηρίου Φυσιολογίας της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ.

Στο πλαίσιο του προγράμματος διεξάγεται εποπτευόμενο πρόγραμμα άσκησης αποτελούμενο από ολιγομελή τμήματα, καθορισμένα ανά ηλικιακό εύρος, ώστε να υπάρχει εξατομίκευση των αναγκών.

Στο ήδη καταπονημένο ανοσοποιητικό σύστημα των ασθενών, θα υπέθετε κανείς ότι το ασκησιογενές στρες του οργανισμού θα ήταν επιβλαβές για την υγεία ενός παιδιού. Ωστόσο, οι ανεπιθύμητες ενέργειες που έχουν αναφερθεί είναι ανάλογες με εκείνες που αναμένονται σε οποιαδήποτε πληθυσμιακή ομάδα που ξεκινά ένα πρόγραμμα άσκησης και περιλαμβάνουν κυρίως παροδικό μυϊκό πόνο και πόνο στις αρθρώσεις.

Τα οφέλη για τους μικρούς ασθενείς από τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα είναι πολλά. Στα αναμενόμενα αποτελέσματα του προγράμματος περιλαμβάνεται, η μείωση των παρενεργειών που προκαλούνται από την ίδια τη νόσο όσο και από τη θεραπευτική αγωγή, με απώτερο αντίκτυπο στην καλύτερη ποιότητα ζωής, τόσο κατά τη διάρκεια της θεραπείας όσο και μετά την έξοδο από το νοσοκομείο.